συνεφίημι

συνεφίημι
συνεφ-ίημι,
A join in granting,

συνεφίοντος κατὰ τὸ δάνειον καὶ συνομολογοῦντος Πυθοκρίτου IG12(5).872.75

(Tenos, iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνεφίημι — Α συμφωνώ με κάποιον ή παραχωρώ σε κάποιον κάτι από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐφίημι «αφήνω, παραχωρώ»] …   Dictionary of Greek

  • ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”